αὐτόφωρος

αὐτόφωρος
αὐτόφωρος, ον (αὐτός, φώρ ‘thief’; Soph. et al.; Sym. Job 34:11) (caught) in the act in the expr. ἐπʼ αὐτοφώρῳ (since Hdt. 6, 72; PColZen 74, 25 [248 B.C.]; POslo 21, 9 [71 A.D.]; BGU 372 II, 11 [II A.D.]; Philo, Spec. Leg. 3, 52; Jos., Ant. 15, 48; 16, 213) first of a thief (φώρ=Lat. fur), then also of other wrongdoers (Plut., Eumen. 583 [2, 2] al.), esp. adulterers (X., Symp. 3, 13; Aelian, NA 11, 15: μοιχευομένην γυναῖκα ἐπʼ αὐ. καταλαβών; Achilles Tat. 5, 19, 6) J 8:4.—DELG s.v. φώρ. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος …   Dictionary of Greek

  • αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”